φινλανδικός

φινλανδικός
και φιλλανδικός, -ή, -ό, Ν [Φινλανδία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φινλανδία ή στον Φινλανδό
2. αυτός που προέρχεται από την Φινλανδία
3. το θηλ. ως ουσ. η Φινλανδική
(ενν. γλώσσα) η γλώσσα που μιλούν οι Φινλανδοί
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Φινλανδικά
η φινλανδική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • ταπιόλιθος — ο, Ν (ορυκτ.) σπάνιο ορυκτό οξείδιο τού νιοβίου, τού τανταλίου και τού σιδήρου, το οποίο αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα τού τανταλίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tapiolite < σουηδ. tapiolit Tapio, Φινλανδικός θεός τών δασών +… …   Dictionary of Greek

  • φιλλανδικός — ή, ό, Ν βλ. φινλανδικός …   Dictionary of Greek

  • φινλανδέζικος — η, ο, Ν φινλανδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φινλανδία + κατάλ. έζικος (πρβλ. κιν έζικος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”